-
1 ἔχμα
A that which holds; and so,I hindrance, impediment, Il.21.259 (pl.).II holdfast, stay, ἔχματα πέτρης the grip of the rock (viz. the river-bed), Il.13.139; ἔχματα πύργων buttresses of the fortifications, 12.260; ἔχματα νηῶν props or cradles for the ships, 14.410; ἔχματα γαίης, of the earth which holds fast the roots of a tree, A.R.1.1200; ἔχματα γούνων, of muscles, Nic.Th. 724:—also [full] ἐχμός, ὁ, Eust.1411.24.
См. также в других словарях:
έχμα — τὸ (Α ἔχμα) καθετί που συγκρατεί κάτι, το στήριγμα, το έρεισμα («ἔχματα πύργων», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. σιδερένιο τεμάχιο με κεκαμμένα και τα δύο αιχμηρά άκρα που χρησιμοποιείται κυρίως στους ξύλινους σκελετούς τών οικοδομών, για να συνδέσει δύο… … Dictionary of Greek